- γομφαλγία
- γομφαλγία, η (Α)άλγος τών γομφίων, πονόδοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -αλγία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομφαλγίαις — γομφαλγία toothache fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek